- τραβέα
- και τραβαία, ἡ, ΜΑη περιπόρφυρη τήβεννος ανώτατων αξιωματούχων τής Ρώμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trabea «πορφυρή τήβεννος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραβέα — τραβέᾱ , τραβέα trabea fem nom/voc/acc dual τραβέᾱ , τραβέα trabea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβέας — τραβέᾱς , τραβέα trabea fem acc pl τραβέᾱς , τραβέα trabea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβέαι — τραβέᾱͅ , τραβέα trabea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβέαν — τραβέᾱν , τραβέα trabea fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβαία — ἡ, Μ βλ. τραβέα … Dictionary of Greek